ψάθινος

ψάθινος
-η, -ο
ο κατασκευασμένος από ψάθα: Φορούσαν ψάθινα καπέλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψάθινος — η, ο, Ν κατασκευασμένος από ψάθα («ψάθινο καπέλο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάθα. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος] …   Dictionary of Greek

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • ψαθόπλεκτος — και ψαθόπλεχτος, η, ο, Ν πλεγμένος από ψάθα, ψάθινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάθα + πλεκτός (< πλέκω)] …   Dictionary of Greek

  • ψιάθινος — η, ο, Ν [ψίαθος] (παλ. τ.) ψάθινος …   Dictionary of Greek

  • ζεμπίλι — το ιού (λ. τουρκ.), ψάθινος σάκος, το δίχτυ για τα ψώνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”